- Αλεπίσαυρος
- (alepisaurus). Γένος ψαριών χωρίς λέπια, που ανήκουν στην οικογένεια των ατακαίων. Χαρακτηριστικό τους είναι τα πολύ μεγάλα ραχιαία πτερύγια.
* * *ο Ζωολ.γένος Τελεόστεων ψαριών τής τάξης τών Ινίωμων και τής οικογένειας Alepisauroidae. Είναι μακρύ ψάρι, χωρίς λέπια, με μεγάλο και όρθιο ραχιαίο πτερύγιο και ένα τεράστιο στόμα, εφοδιασμένο με μυτερά δόντια σαν κυνόδοντες. Φθάνει σε μήκος τα 1, 8 μέτρα. Είναι σαρκοβόρο και τρέφεται με διάφορα ψάρια και Ασπόνδυλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < alepisaurus, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < α- στερητ. + λεπίς* + σαύρος].
Dictionary of Greek. 2013.